αριστοπάτρα

αριστοπάτρα
ἀριστοπάτρα, η (Α)
η κόρη του άριστου πατέρα (επίθ. της Αρτέμιδος
Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + πατήρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀριστοπάτρα — ἀριστοπάτρᾱ , ἀριστοπάτρα daughter of a peerless line fem nom/voc/acc dual ἀριστοπάτρᾱ , ἀριστοπάτρα daughter of a peerless line fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοπάτραι — ἀριστοπάτρᾱͅ , ἀριστοπάτρα daughter of a peerless line fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοπάτραν — ἀριστοπάτρᾱν , ἀριστοπάτρα daughter of a peerless line fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”